Όνειρα και πραγματικότητα
„Τι σκοπό εξυπηρετούμε εμείς οι άνθρωποι, εμείς, τα υπεροπτικά και κακοπροαίρετα πλάσματα που βγάζουμε από το μυαλό μας πως ό,τι υπάρχει στον κόσμο έχει δημιουργηθεί μόνο για μας;… Σωστά, εμείς τη γη την έχουμε χωρίσει και σημειώσει με τα σύνορα λες και μας ανήκει, δεν λογαριάζουμε τα τόσα εκατομμύρια πλάσματα, τα όποια είναι παιδιά της φύσης το ίδιο όπως και εμείς, και έχουν δικαίωμα να ζήσουν. Τα εξουδετερώνουμε όλα και θα θυσιάσουμε χιλιάδες ζώα για να κάνουμε τα κέφια μας. Σφάζουμε ζωντανά πλάσματα, κι ύστερα με αυτά τρεφόμαστε και παίρνουμε το δέρμα τους να φτιάξουμε τα υποδήματα η τα πανωφόρια μας. Έχουμε δικαίωμα να τα κάνουμε όλα αυτά ; Γιατί φανταζόμαστε πως όλα είναι δικά μας, ότι όλα είχαν δημιουργηθεί για μας;… Μας δίνει η φύση το δικαίωμα αυτό, ή το αποκτήσαμε μόνοι μας, σκεπτόμενοι πως είμαστε οι πιο άξιοι από τα άλλα πλάσματα;… Ε, λοιπόν τι μας κάνει εμάς τους πιο άξιους;… Είμαστε μορφωμένοι και συνετοί! Γράφουμε φιλοσοφικές πραγματείες, ιστορικά συμβάντα, επιστημονικές εκθέσεις, ποιήματα, έχουμε φτιάξει το σιδηρόδρομο, το αλεξικέραυνο, έχουμε εφεύρει την πυρίτιδα, τα τουφέκια, εφηύραμε το φωνογράφο και τόσα άλλα πράγματα, φτιάχνουμε φαγητά, φοράμε φορέματα, κατεβάζουμε το καπέλο όταν χαιρετάμε ο ένας τον άλλον, καπνίζουμε, διαβάζουμε εφημερίδες, σπουδάζουμε! Έχουμε ταβέρνες, όπου μαζευόμαστε και πίνουμε, ακούμε τις τραγουδίστριες, τις χειροκροτούμε όταν τραγουδάνε καλά!… Φοράμε ρολόγια και κοιτάμε την ώρα, έχουμε βαρόμετρα και θερμόμετρα, πλοία, πυξίδες!… Μήπως όλα αυτά μας δίνουν πρωτιά και μεγαλύτερο δικαίωμα ζωής από όσο έχουν τα αλλά ζώα, τα όποια εμείς σκοτώνουμε, σφάζουμε, κυνηγάμε, καβαλάμε, ή τους φερόμαστε βίαια;… Τι έχουμε προσφέρει εμείς στη φύση με τον πνευματικό πολιτισμό μας, τη μόρφωση και τον πολιτισμό;… Τι τον θέλει η φύση τον σιδηρόδρομο και το ηλεκτρικό τραμ, τι τα θέλει τα έργα του Σαίξπηρ και όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου;… Τίποτα!…“
Ο νεαρός ονειροπόλος άθελά του διέκοψε τις σκέψεις του και κοίταξε το γαλάζιο, με αστέρια ουρανό.
Μια ακόμα πιο παράξενη αίσθηση τον κατέλαβε.
— Το απέραντο! — είπε χαμηλόφωνα, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τα αστέρια…
„Οι δρόμοι, το μεγαλείο… ο χώρος… προορισμός!… Λένε πως κάπου μέσα σε αυτήν την τρομακτική απεραντοσύνη ετοιμάζεται ένα καινούριο σύμπαν!“ — σκεφτόταν παρακάτω. Ένα παγωμένο ρίγος σαν να κατέλαβε την ψυχή του και σκέφτηκε:
„Ναι, αυτό σίγουρα θα γεράσει, θα πεθάνει!… Ο χρόνος, θεέ μου για πόσα εκατομμύρια αιώνες μακρινό μέλλον ετοιμάζεται;!… Θα υπάρχουν και τότε άνθρωποι;… Τι θα σκέφτονται; τι θα νιώθουν;“
Το αεράκι σιωπηλά βουίζει στα φύλλα, και του φάνηκε σαν μια στενάχωρη συζήτηση της γης με την αιωνιότητα.
— Αιωνιότητα, αιωνιότητα! — ψιθύρισε για τον εαυτό του και αναστέναξε συνεπαρμένος με τις βαθιές του σκέψεις και συνέχισε:
„Τα ζώα δεν είναι τόσο γελοία σαν τους ανθρώπους, επειδή τουλάχιστον δεν προγραμματίζουν τόσο ανούσια, μεγάλα και τρελά σχέδια σαν εμάς… Άκου «μεγάλα»;… Όχι, απλά φανταζόμαστε πράγματα, όλο λεπτομέρειες, βλακείες και ανία…“
„Το σύμπαν, το σύμπαν πεθαίνει και στη θέση του θα βρεθεί άλλο!… Το απέραντο, η αιωνιότητα του καθενός και μηδαμινότητα άλλων!… Οι άνθρωποι, χα, χα, χα! Αν τουλάχιστον κοιτάζαμε τον εαυτό μας όπως θα έπρεπε. Ω, πόσα μικρά και μίζερα πλάσματα υπάρχουν!… Χα, χα, χα!… Είχε αγοράσει το παλικάρι του Σίμου παντόφλες στην αφεντικίνα του, αλλά της ήταν μεγάλες!… Συμβάν!! Αυτό συζητιόταν στα σπίτια όλων των γειτόνων. Ο μάστορας δεν ήθελε να του τα επιστέψει! Ο Σίμος τσακώθηκε μαζί του, ήθελαν ακόμα να πιαστούν στα χέρια. Η γυναίκα του Σίμου είχε βγει στο δρόμο και μάλωνε τη γυναίκα εκείνου του παπουτσή, και τον ίδιο. Επέστρεψε σπίτι, και εκεί τότε έγινε τρομερή φασαρία, το έβρισε και το έδιωξε το παλικάρι! Το παλικάρι έφυγε και έλεγε για τον Σίμο και την γυναίκα του πως ζουν χάλια μαζί!… Ντροπή — ολόκληρη πλοκή. Στη συμπλοκή εκείνη είχαν ανακατευτεί κάμποσα σπίτια. Η γυναίκα του Σίμου την άλλη μέρα δεν μπορούσε να φάει ούτε το μεσημέρι ούτε το βράδυ από τον καημό της. Αυτό την έβλαπτε. Ο Σίμος συνάντησε το παλικάρι στο δρόμο και τον πλάκωσε στο ξύλο. Το παλικάρι απειλούσε με την εκδίκηση, και κάποιοι εχθροί του Σίμου τον έβαλαν να κάνει και μήνυση!… Ω, θλιβερά ανθρώπινα πλάσματα!…“
— Τρομερό!… — είπε ο νεαρός ονειροπόλος σχεδόν δυνατά και συνέχισε τις σκέψεις του:
„Ζωή, Ζωή, βαρετό πράγμα!… Μηδαμινότητες, θλιβερές μηδαμινότητες… Το χώμα θα τα σκεπάσει όλα, και πάλι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν να μη βλέπουν μπροστά τους καθημερινά το παγωμένο πτώμα ανθρώπινο — του ανθρώπου, που μέχρι χθες μαζί του μιλούσε, αισθανόταν, θύμωνε, έκανε παρέα, τσακωνόταν, συμβιβαζόταν, χαιρόταν… Το βλέπει ο κόσμος αυτό; το νιώθει ή όχι; και γιατί δεν νιώθει;… Όχι, επειδή τόσος κόσμος πηγαίνει πίσω από καμιά νεκροφόρα με τον πεθαμένο επάνω, και κάνουν απλές, καθημερινές συζητήσεις, και κάνουν χίλια σχέδια για το μέλλον, και κανείς δεν ξέρει αν θα ζήσει μέχρι αύριο. Ξανακοίταξε τον ουρανό με τ’ αστέρια. — Να, και αυτά τα αστέρια που κοιτάζω, εκείνοι οι τρομεροί κόσμοι, δημιούργησαν εικόνα στα μάτια μου μέσω απέραντης απόστασης… Τα μάτια μου θα απογίνουν λάσπη που δεν νιώθει, και που θα καταλήξουν και η αίσθηση και η εικόνα των ουράνιων κόσμων εκείνων, δημιουργημένων μέσα τους;… Πόσα ακόμα μάτια μέσα στους μακρινούς αιώνες θα παρατηρούν αυτά τα ίδια αστέρια, από το ίδιο σημείο;!… Και πάλι, πού είναι όλα εκείνα τα θολά συναισθήματα των μέχρι τώρα ανθρώπων; και πού θα καταλήξουν τα δικά μου και όλα τα μελλοντικά συναισθήματα των ανθρώπινων ψυχών;… Όλα αυτά αφήνουν τα ίχνη τους, μένουν στη γη… Και πού θα είναι όταν εξαφανιστεί η γη;… Αιωνιότητα, αιωνιότητα, αλλά και πάλι ένα τίποτα, τρομερό και φοβερό! Υπήρχαν και… και… και… θα εξαφανιστούν όλα,… αλλά όλα θα μείνουν!“
Στη στιγμή, σαν να ήταν σε ένταση όλες οι δυνάμεις του νου του, προσπάθησε να έχει μια ξεκάθαρη αντίληψη. Κουράστηκε, ένιωσε απλά αδύναμος από τόσες παράξενες σκέψεις, και μπήκε στο σπίτι.
Δεν ήθελε να μπει στο δωμάτιο, αλλά έκατσε στην κουζίνα, δίπλα στην εστία που έκαιγε η φωτιά και πάνω έβραζε το φαγητό στις κατσαρόλες. Στον τοίχο κρέμονταν χάλκινα κουζινικά και η λάμψη της φλόγας τα φώτιζε.
Ήταν, λοιπόν, μόνος του τη στιγμή εκείνη και συνέχισε της σκέψεις του:
„Αγόρασαν οι άνθρωποι πράγματα, έδωσαν λεφτά γι’ αυτά, παζάρευαν ίσως, και τώρα τα φυλάνε και προσέχουν να μην χαλάσουν. Φτιάχνουν μεσημεριανό, βραδινό, τρώνε να συντηρηθούν στη ζωή! Για ποιο σκοπό όλα αυτά;!…“
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο σκύλος του σπιτιού, στάθηκε μπροστά του και κοίταξε κατευθείαν στα μάτια του, κουνώντας την ουρά και γλείφοντας…
„Καμιά διαφορά μεταξύ της ζωής μου και της ζωής αυτού του σκύλου!! Για τη φύση δεν υπάρχει καμιά διαφορά!… Τότε γιατί οι χαζοί άνθρωποι περηφανεύονται και ζητάνε μεγαλύτερα δικαιώματα; Θεωρούν τη ζωή τους κάτι μεγάλο, σημαντικό, και τη ζωή του ζώου κάτι μικρό κι ασήμαντο;!”
Συνεπαρμένος απ’ τις σκέψεις του δεν είχε καταλάβει πως ο σκύλος τον άφησε και πήγε στο κρέας που είχε αφήσει μέσα σε μια κατσαρόλα για τηγάνισμα.
Ο χτύπος του καπακιού που το έσπρωξε ο σκύλος με τη μουσούδα του διέκοψε τις σκέψεις του νεαρού ονειροπόλου, οι οποίες ξαφνικά σταμάτησαν εκεί και πήραν άλλη τροπή.
Πήδηξε από την καρέκλα, του ’βαλε φωνές και τον χτύπησε ανελέητα με το πόδι του.
— Παρά λίγο να βρωμίσεις το κρέας! — μουρμούρισε θυμωμένος την στιγμή εκείνη που ο σκύλος ούρλιαξε από πόνο και έτρεξε στην αυλή.
Το περιστατικό εκείνο το έλεγε και στη μητέρα του, που μετά από λίγο μπήκε στην κουζίνα.
Πίροτ, 1895.
Για το σχέδιο «Ράντογιε Ντόμανοβιτς» μεταφράστηκε από την Σάνια Ρίστιτς και διορθώθηκε από τον Φοίβο Παπαδημητρίου.